τριτοπροσώπως

τριτοπροσώπως
Μ
επίρρ. βλ. τριτοπρόσωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριτοπρόσωπος — η, ο, Ν γραμμ.> 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρίτο πρόσωπο 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τριτοπρόσωπα ρήματα που απαντούν σε τρίτο ενικό πρόσωπο και τα οποία παίρνουν, στη νέα Ελληνική, ως υποκείμενο μια πρόταση, ενώ στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”